- ατραγωδητος
- ἀτραγῴδητοςἀ-τραγῴδητος2не трагедийный, т.е. не ходульный
(ἀ. καὴ πεζὸς καὴ δημοτικός Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀ. καὴ πεζὸς καὴ δημοτικός Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ατραγώδητος — ἀτραγῴδητος, ον (Α) αυτός που δεν θυμίζει το ύφος της τραγωδίας, απλός, πεζός … Dictionary of Greek
ἀτραγῴδητον — ἀτραγῴδητος not treated tragically masc/fem acc sg ἀτραγῴδητος not treated tragically neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτραγῴδητα — ἀτραγῴδητος not treated tragically neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)